Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
View word page
περίλοιπος
remaining

ShortDef

remaining

Debugging

Headword:
περίλοιπος
Headword (normalized):
περίλοιπος
Headword (normalized/stripped):
περιλοιπος
IDX:
68742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68743
Key:

Data

{'content': 'remaining'}