Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
View word page
περιλίχμησις
licking all round

ShortDef

licking all round

Debugging

Headword:
περιλίχμησις
Headword (normalized):
περιλίχμησις
Headword (normalized/stripped):
περιλιχμησις
IDX:
68740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68741
Key:

Data

{'content': 'licking all round'}