Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
View word page
περιλιχμάζω
lick
ShortDef
lick
Debugging
Headword:
περιλιχμάζω
Headword (normalized):
περιλιχμάζω
Headword (normalized/stripped):
περιλιχμαζω
IDX:
68738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68739
Key:
Data
{'content': 'lick'}