Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
View word page
περιλιπής
surviving
ShortDef
surviving
Debugging
Headword:
περιλιπής
Headword (normalized):
περιλιπής
Headword (normalized/stripped):
περιλιπης
IDX:
68737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68738
Key:
Data
{'content': 'surviving'}