Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
View word page
περιλιμνάζω
to surround with water, insulate
ShortDef
to surround with water, insulate
Debugging
Headword:
περιλιμνάζω
Headword (normalized):
περιλιμνάζω
Headword (normalized/stripped):
περιλιμναζω
IDX:
68735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68736
Key:
Data
{'content': 'to surround with water, insulate'}