Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
View word page
περίληψις
grasping with the hand

ShortDef

grasping with the hand

Debugging

Headword:
περίληψις
Headword (normalized):
περίληψις
Headword (normalized/stripped):
περιληψις
IDX:
68734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68735
Key:

Data

{'content': 'grasping with the hand'}