Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
View word page
περιληπτός
embraced, comprehensible

ShortDef

embraced, comprehensible

Debugging

Headword:
περιληπτός
Headword (normalized):
περιληπτός
Headword (normalized/stripped):
περιληπτος
IDX:
68733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68734
Key:

Data

{'content': 'embraced, comprehensible'}