Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
View word page
περίλημμα
embrace
ShortDef
embrace
Debugging
Headword:
περίλημμα
Headword (normalized):
περίλημμα
Headword (normalized/stripped):
περιλημμα
IDX:
68731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68732
Key:
Data
{'content': 'embrace'}