Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
View word page
περίλευκος
edged with white

ShortDef

edged with white

Debugging

Headword:
περίλευκος
Headword (normalized):
περίλευκος
Headword (normalized/stripped):
περιλευκος
IDX:
68730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68731
Key:

Data

{'content': 'edged with white'}