Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
View word page
περιλευκαίνω
whiten all round

ShortDef

whiten all round

Debugging

Headword:
περιλευκαίνω
Headword (normalized):
περιλευκαίνω
Headword (normalized/stripped):
περιλευκαινω
IDX:
68729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68730
Key:

Data

{'content': 'whiten all round'}