Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεϊφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρεράστρια
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
View word page
ἀνδρεράστρια
woman that is fond of men
ShortDef
woman that is fond of men
Debugging
Headword:
ἀνδρεράστρια
Headword (normalized):
ἀνδρεράστρια
Headword (normalized/stripped):
ανδρεραστρια
IDX:
6872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6873
Key:
Data
{'content': 'woman that is fond of men'}