Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
View word page
περίλεξις
circumlocution
ShortDef
circumlocution
Debugging
Headword:
περίλεξις
Headword (normalized):
περίλεξις
Headword (normalized/stripped):
περιλεξις
IDX:
68726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68727
Key:
Data
{'content': 'circumlocution'}