Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
περιλιμνάζω
View word page
περιλείχω
to lick all round

ShortDef

to lick all round

Debugging

Headword:
περιλείχω
Headword (normalized):
περιλείχω
Headword (normalized/stripped):
περιλειχω
IDX:
68725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68726
Key:

Data

{'content': 'to lick all round'}