Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
περίλημμα
περιληπτικός
περιληπτός
περίληψις
View word page
περιλείπομαι
to be left remaining, remain over, survive
ShortDef
to be left remaining, remain over, survive
Debugging
Headword:
περιλείπομαι
Headword (normalized):
περιλείπομαι
Headword (normalized/stripped):
περιλειπομαι
IDX:
68724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68725
Key:
Data
{'content': 'to be left remaining, remain over, survive'}