Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιλευκαίνω
περίλευκος
View word page
περιλάπτω
suck

ShortDef

suck

Debugging

Headword:
περιλάπτω
Headword (normalized):
περιλάπτω
Headword (normalized/stripped):
περιλαπτω
IDX:
68720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68721
Key:

Data

{'content': 'suck'}