Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεϊφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρεράστρια
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
View word page
ἀνδρείωμα
manly effort

ShortDef

manly effort

Debugging

Headword:
ἀνδρείωμα
Headword (normalized):
ἀνδρείωμα
Headword (normalized/stripped):
ανδρειωμα
IDX:
6871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6872
Key:

Data

{'content': 'manly effort'}