Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικωμάζω
περικωνέω
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
View word page
περιλάμπω
to beam around
ShortDef
to beam around
Debugging
Headword:
περιλάμπω
Headword (normalized):
περιλάμπω
Headword (normalized/stripped):
περιλαμπω
IDX:
68718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68719
Key:
Data
{'content': 'to beam around'}