Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίκυφος
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
View word page
περιλαμβάνω
to seize around, embrace

ShortDef

to seize around, embrace

Debugging

Headword:
περιλαμβάνω
Headword (normalized):
περιλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
περιλαμβανω
IDX:
68716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68717
Key:

Data

{'content': 'to seize around, embrace'}