Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
περιλείπομαι
View word page
περιλάλητος
much talked of, famous

ShortDef

much talked of, famous

Debugging

Headword:
περιλάλητος
Headword (normalized):
περιλάλητος
Headword (normalized/stripped):
περιλαλητος
IDX:
68714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68715
Key:

Data

{'content': 'much talked of, famous'}