Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίκυρτος
περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
περίλειμμα
View word page
περιλάλησις
gossip
ShortDef
gossip
Debugging
Headword:
περιλάλησις
Headword (normalized):
περιλάλησις
Headword (normalized/stripped):
περιλαλησις
IDX:
68713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68714
Key:
Data
{'content': 'gossip'}