Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικυρτόομαι
περίκυρτος
περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
περιλέγω
View word page
περιλάλημα
prating, gossip

ShortDef

prating, gossip

Debugging

Headword:
περιλάλημα
Headword (normalized):
περιλάλημα
Headword (normalized/stripped):
περιλαλημα
IDX:
68712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68713
Key:

Data

{'content': 'prating, gossip'}