Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικύμων
περικυρτόομαι
περίκυρτος
περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περίλαμψις
περιλάπτω
περιλεγνής
View word page
περιλαλέω
chatter exceedingly, gossip

ShortDef

chatter exceedingly, gossip

Debugging

Headword:
περιλαλέω
Headword (normalized):
περιλαλέω
Headword (normalized/stripped):
περιλαλεω
IDX:
68711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68712
Key:

Data

{'content': 'chatter exceedingly, gossip'}