Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεϊφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρεράστρια
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
View word page
ἀνδρεϊφόντης
man-slaying
ShortDef
man-slaying
Debugging
Headword:
ἀνδρεϊφόντης
Headword (normalized):
ἀνδρεϊφόντης
Headword (normalized/stripped):
ανδρειφοντης
IDX:
6870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6871
Key:
Data
{'content': 'man-slaying'}