Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίκυκλος
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύλισις
περικυμαίνω
περικύμων
περικυρτόομαι
περίκυρτος
περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλακίζω
περιλαλέω
περιλάλημα
περιλάλησις
περιλάλητος
περίλαλος
View word page
περικυφόομαι
to be bent all round

ShortDef

to be bent all round

Debugging

Headword:
περικυφόομαι
Headword (normalized):
περικυφόομαι
Headword (normalized/stripped):
περικυφοομαι
IDX:
68705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68706
Key:

Data

{'content': 'to be bent all round'}