Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικυκλάς
περικυκλεύω
περικυκλέω
περικύκλησις
περικύκλιον
περίκυκλος
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύλισις
περικυμαίνω
περικύμων
περικυρτόομαι
περίκυρτος
περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
περικωκύω
περικωμάζω
περικωνέω
περιλακίζω
View word page
περικυμαίνω
heave

ShortDef

heave

Debugging

Headword:
περικυμαίνω
Headword (normalized):
περικυμαίνω
Headword (normalized/stripped):
περικυμαινω
IDX:
68700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68701
Key:

Data

{'content': 'heave'}