Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεϊφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρεράστρια
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
View word page
ἀνδρειφόντης
man-slaying

ShortDef

man-slaying

Debugging

Headword:
ἀνδρειφόντης
Headword (normalized):
ἀνδρειφόντης
Headword (normalized/stripped):
ανδρειφοντης
IDX:
6869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6870
Key:

Data

{'content': 'man-slaying'}