Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικτίονες
περικτυπέω
περικυβιστάω
περικυδής
περικυκλάς
περικυκλεύω
περικυκλέω
περικύκλησις
περικύκλιον
περίκυκλος
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύλισις
περικυμαίνω
περικύμων
περικυρτόομαι
περίκυρτος
περικυτόω
περικυφόομαι
περίκυφος
View word page
περικυκλόω
to encircle, encompass

ShortDef

to encircle, encompass

Debugging

Headword:
περικυκλόω
Headword (normalized):
περικυκλόω
Headword (normalized/stripped):
περικυκλοω
IDX:
68696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68697
Key:

Data

{'content': 'to encircle, encompass'}