Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικτάομαι
περικτείνω
περίκτησις
περικτητικός
περίκτητος
περικτίονες
περικτυπέω
περικυβιστάω
περικυδής
περικυκλάς
περικυκλεύω
περικυκλέω
περικύκλησις
περικύκλιον
περίκυκλος
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέω
περικύλισις
περικυμαίνω
περικύμων
View word page
περικυκλεύω
encircle, encompass

ShortDef

encircle, encompass

Debugging

Headword:
περικυκλεύω
Headword (normalized):
περικυκλεύω
Headword (normalized/stripped):
περικυκλευω
IDX:
68691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68692
Key:

Data

{'content': 'encircle, encompass'}