Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεϊφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρεράστρια
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
View word page
ἀνδρειόω
fill with courage

ShortDef

fill with courage

Debugging

Headword:
ἀνδρειόω
Headword (normalized):
ἀνδρειόω
Headword (normalized/stripped):
ανδρειοω
IDX:
6868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6869
Key:

Data

{'content': 'fill with courage'}