Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίκρημνος
περικροτέω
περίκροτος
περικρούω
περικρύπτω
περικρώζω
περικτάομαι
περικτείνω
περίκτησις
περικτητικός
περίκτητος
περικτίονες
περικτυπέω
περικυβιστάω
περικυδής
περικυκλάς
περικυκλεύω
περικυκλέω
περικύκλησις
περικύκλιον
περίκυκλος
View word page
περίκτητος
acquisitive, rich

ShortDef

acquisitive, rich

Debugging

Headword:
περίκτητος
Headword (normalized):
περίκτητος
Headword (normalized/stripped):
περικτητος
IDX:
68685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68686
Key:

Data

{'content': 'acquisitive, rich'}