Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκουρος
περικόχλιον
περικράζω
περικράνιος
περίκρανον
περικρατέω
περικρατής
περικράτησις
περικρεμάννυμι
περικρεμής
περίκρημνος
περικροτέω
περίκροτος
περικρούω
περικρύπτω
περικρώζω
View word page
περικρατέω
have full command of : hold fast
ShortDef
have full command of : hold fast
Debugging
Headword:
περικρατέω
Headword (normalized):
περικρατέω
Headword (normalized/stripped):
περικρατεω
IDX:
68670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68671
Key:
Data
{'content': 'have full command of : hold fast'}