Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεϊφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρεράστρια
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
View word page
ἀνδρεῖος
of or for a man; courageous

ShortDef

of or for a man; courageous

Debugging

Headword:
ἀνδρεῖος
Headword (normalized):
ἀνδρεῖος
Headword (normalized/stripped):
ανδρειος
IDX:
6866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6867
Key:

Data

{'content': 'of or for a man; courageous'}