Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκουρος
περικόχλιον
περικράζω
περικράνιος
περίκρανον
περικρατέω
περικρατής
περικράτησις
περικρεμάννυμι
περικρεμής
View word page
περικόσμιος
mundane
ShortDef
mundane
Debugging
Headword:
περικόσμιος
Headword (normalized):
περικόσμιος
Headword (normalized/stripped):
περικοσμιος
IDX:
68664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68665
Key:
Data
{'content': 'mundane'}