Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκουρος
περικόχλιον
περικράζω
περικράνιος
περίκρανον
περικρατέω
περικρατής
περικράτησις
View word page
περικόρημα
sweepings

ShortDef

sweepings

Debugging

Headword:
περικόρημα
Headword (normalized):
περικόρημα
Headword (normalized/stripped):
περικορημα
IDX:
68662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68663
Key:

Data

{'content': 'sweepings'}