Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκουρος
περικόχλιον
περικράζω
περικράνιος
περίκρανον
περικρατέω
View word page
περικόπτω
to cut all round, clip, mutilate

ShortDef

to cut all round, clip, mutilate

Debugging

Headword:
περικόπτω
Headword (normalized):
περικόπτω
Headword (normalized/stripped):
περικοπτω
IDX:
68660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68661
Key:

Data

{'content': 'to cut all round, clip, mutilate'}