Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικομιδή
περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκουρος
περικόχλιον
περικράζω
περικράνιος
περίκρανον
View word page
περικοπτέον
one must cut away all round
ShortDef
one must cut away all round
Debugging
Headword:
περικοπτέον
Headword (normalized):
περικοπτέον
Headword (normalized/stripped):
περικοπτεον
IDX:
68659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68660
Key:
Data
{'content': 'one must cut away all round'}