Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
περίκουρος
περικόχλιον
περικράζω
View word page
περικοπή
a cutting all round, mutilation
ShortDef
a cutting all round, mutilation
Debugging
Headword:
περικοπή
Headword (normalized):
περικοπή
Headword (normalized/stripped):
περικοπη
IDX:
68657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68658
Key:
Data
{'content': 'a cutting all round, mutilation'}