Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
περικοσμέω
περικόσμιος
View word page
περίκομψος
very elegant, exquisite

ShortDef

very elegant, exquisite

Debugging

Headword:
περίκομψος
Headword (normalized):
περίκομψος
Headword (normalized/stripped):
περικομψος
IDX:
68654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68655
Key:

Data

{'content': 'very elegant, exquisite'}