Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
περικορδακίζω
περικόρημα
View word page
περίκομος
covered all over with leaves

ShortDef

covered all over with leaves

Debugging

Headword:
περίκομος
Headword (normalized):
περίκομος
Headword (normalized/stripped):
περικομος
IDX:
68652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68653
Key:

Data

{'content': 'covered all over with leaves'}