Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
περικορδακίζω
View word page
περίκομμα
that which is cut off all round, trimmings, mincemeat
ShortDef
that which is cut off all round, trimmings, mincemeat
Debugging
Headword:
περίκομμα
Headword (normalized):
περίκομμα
Headword (normalized/stripped):
περικομμα
IDX:
68651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68652
Key:
Data
{'content': 'that which is cut off all round, trimmings, mincemeat'}