Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
περικόπτω
View word page
περικομίζω
to carry round

ShortDef

to carry round

Debugging

Headword:
περικομίζω
Headword (normalized):
περικομίζω
Headword (normalized/stripped):
περικομιζω
IDX:
68650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68651
Key:

Data

{'content': 'to carry round'}