Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικνημίς
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
περικονδυλοπωροφίλα
περικονιάω
περικοπή
περικοπίς
περικοπτέον
View word page
περικομιδή
carrying round

ShortDef

carrying round

Debugging

Headword:
περικομιδή
Headword (normalized):
περικομιδή
Headword (normalized/stripped):
περικομιδη
IDX:
68649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68650
Key:

Data

{'content': 'carrying round'}