Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
περικλώζομαι
περικνήμια
περικνημίς
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περικομίζω
περίκομμα
περίκομος
περικομπέω
περίκομψος
View word page
περικοκκάζω
to cry cuckoo all round

ShortDef

to cry cuckoo all round

Debugging

Headword:
περικοκκάζω
Headword (normalized):
περικοκκάζω
Headword (normalized/stripped):
περικοκκαζω
IDX:
68644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68645
Key:

Data

{'content': 'to cry cuckoo all round'}