Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικλύζω
περικλύμενον
περίκλυσις
περίκλυσμα
περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
περικλώζομαι
περικνήμια
περικνημίς
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
περικομίζω
View word page
περικνίδιον
stalks

ShortDef

stalks

Debugging

Headword:
περικνίδιον
Headword (normalized):
περικνίδιον
Headword (normalized/stripped):
περικνιδιον
IDX:
68640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68641
Key:

Data

{'content': 'stalks'}