Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικλύδην
περικλύζω
περικλύμενον
περίκλυσις
περίκλυσμα
περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
περικλώζομαι
περικνήμια
περικνημίς
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
περικοκκάζω
περικολάπτω
περικολλάω
περικολούω
περικολπίζω
περικομιδή
View word page
περικνημίς
a covering for the leg

ShortDef

a covering for the leg

Debugging

Headword:
περικνημίς
Headword (normalized):
περικνημίς
Headword (normalized/stripped):
περικνημις
IDX:
68639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68640
Key:

Data

{'content': 'a covering for the leg'}