Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίκλινον
περικλίνω
περίκλισις
περικλιτέον
περίκλιτρον
περικλονέω
περικλύδην
περικλύζω
περικλύμενον
περίκλυσις
περίκλυσμα
περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
περικλώζομαι
περικνήμια
περικνημίς
περικνίδιον
περικνίζω
περικνύω
περικοιμάομαι
View word page
περίκλυσμα
wash, lotion

ShortDef

wash, lotion

Debugging

Headword:
περίκλυσμα
Headword (normalized):
περίκλυσμα
Headword (normalized/stripped):
περικλυσμα
IDX:
68633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68634
Key:

Data

{'content': 'wash, lotion'}