Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικλειστικός
περικλειτός
περικλείω
περικλῄζω
περικλήϊστος
Περικλῆς
περικλινής
περίκλινον
περικλίνω
περίκλισις
περικλιτέον
περίκλιτρον
περικλονέω
περικλύδην
περικλύζω
περικλύμενον
περίκλυσις
περίκλυσμα
περικλυσμός
περίκλυστος
περικλυτός
View word page
περικλιτέον
one must decline, avoid

ShortDef

one must decline, avoid

Debugging

Headword:
περικλιτέον
Headword (normalized):
περικλιτέον
Headword (normalized/stripped):
περικλιτεον
IDX:
68626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68627
Key:

Data

{'content': 'one must decline, avoid'}