Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίκηλος
περίκηπος
περικινδυνευτικός
περικινέω
περικίσναμαι
περικίων
περικλαδής
περικλάζω
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
περικλεής
Περίκλειος
περίκλεισις
περίκλεισμα
περικλειστικός
περικλειτός
περικλείω
περικλῄζω
περικλήϊστος
Περικλῆς
View word page
περικλάω
to break
ShortDef
to break
Debugging
Headword:
περικλάω
Headword (normalized):
περικλάω
Headword (normalized/stripped):
περικλαω
IDX:
68611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68612
Key:
Data
{'content': 'to break'}