Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικινδυνευτικός
περικινέω
περικίσναμαι
περικίων
περικλαδής
περικλάζω
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
περικλεής
Περίκλειος
περίκλεισις
περίκλεισμα
περικλειστικός
περικλειτός
περικλείω
View word page
περικλάζω
make a noise round

ShortDef

make a noise round

Debugging

Headword:
περικλάζω
Headword (normalized):
περικλάζω
Headword (normalized/stripped):
περικλαζω
IDX:
68608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68609
Key:

Data

{'content': 'make a noise round'}