Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφαλαία
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικινδυνευτικός
περικινέω
περικίσναμαι
περικίων
περικλαδής
περικλάζω
περικλαίω
περίκλασις
περικλάω
View word page
περίκηλος
exceeding dry
ShortDef
exceeding dry
Debugging
Headword:
περίκηλος
Headword (normalized):
περίκηλος
Headword (normalized/stripped):
περικηλος
IDX:
68601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68602
Key:
Data
{'content': 'exceeding dry'}